- γλυκοκελα(η)δώ
- γλυκοκελά(η)δησα, κελα(η)δώ γλυκά, ευχάριστα: Έξω από το παράθυρό μου γλυκοκελα(η)δεί ένα αηδόνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γλυκοκελά(η)δημα — το το ευχάριστο κελάηδημα των πουλιών: Με ξύπνησε το γλυκοκελά(η)δημα των πουλιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)